κηδαίνω

κηδαίνω
κηδαίνω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κήδω*, μεριμνώ, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κήδω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κηδάζω — και κηδαλίζω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθαίρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για μεταπλασμένο τ. τών κήδω, κηδαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”